Υπόμνημα των τριών Ενώσεων στο κ. Υπουργό Εργασίας για το ασφαλιστικό.
ΣΚΟΠΟΣ
Σκοπός του παρόντος υπομνήματος είναι να παρουσιασθούν επεξεργασμένες στοιχειοθετημένες απόψεις και προτάσεις του Συντονιστικού Συμβουλίου των Ενώσεων Αποστράτων Αξιωματικών, που εκπροσωπούν τα εν αποστρατεία Στελέχη των ΕΔ και ΣΑ, ενόψει της κατάθεσης του σχεδίου νόμου για το ασφαλιστικό.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Είναι γνωστό, ότι οι στρατιωτικοί είναι η μοναδική κατηγορία εργαζομένων που εκ της φύσης του επαγγέλματός τους, εργάζονται αμισθί για πάρα πολλές ώρες, πέραν του ωραρίου τους, λόγω ασκήσεων που διαρκούν μέχρι και 10 ημέρες, για δε τους παλαιότερους με 15νθήμερα νυκτερινών εκπαιδεύσεων (που σημαίνει συνεχή διαμονή σε πεδία ασκήσεων/ύπαιθρο σε σκηνές) λόγω υπηρεσιών 24ώρου διάρκειας (3-7 μηνιαίως), υπερωριών, πλόες σε πολεμικά πλοία, ετοιμοτήτων κλπ. Όλα αυτά πρακτικά σημαίνουν με βάση μελέτη του 2011, ότι ο μέσος στρατιωτικός, στα 35 χρόνια πραγματικής υπηρεσίας, έχει εργασθεί αμισθί για επιπλέον 12,4 χρόνια (με βάση την 8ωρη εργασία). Σε αυτά θα πρέπει να συνυπολογισθούν οι υπόλοιπες «επιβαρύνσεις», όπως οι συχνές μεταθέσεις ανά 2-3 έτη, η αδυναμία εξεύρεσης εργασίας συζύγου λόγω των αλλεπάλληλων μετακινήσεων, οι συχνές εναλλαγές στο περιβάλλον και τα σχολεία των παιδιών, κλπ.
Επιγραμματικά, τα Μόνιμα Στελέχη των Ενόπλων μας Δυνάμεων:
* Δεν έχουν κανονικό ωράριο εργασίας και είναι αναγκασμένα να απασχολούνται όσο διάστημα χρειάζεται, για να φέρουν σε πέρας τις υπηρεσιακές τους αποστολές χωρίς πρόσθετη αμοιβή.
* Η αριθμητική στενότητα του υπηρετούντος προσωπικού, αναγκάζει τους περισσοτέρους να εργάζονται εντατικότερα και πέραν του κανονικού ωραρίου, αλλά και να αναλαμβάνουν περισσότερες υπο χρεώσεις και ευθύνες, χωρίς πρόσθετη αμοιβή.
* Προσφέρουν τις υπηρεσίες τους Σάββατα-Κυριακές-Αργίες και νυκτερινές ώρες, χωρίς πρόσθετη αμοιβή.
* Μετέχουν συχνά σε πολυήμερες και επίπονες ασκήσεις-πορείες-πλόες κ.τλ, συνήθως μακριά από τις μόνιμες κατοικίες τους, χωρίς πρόσθετη αμοιβή.
* Μετατίθενται κατά συχνά διαστήματα (τουλάχιστον κάθε δύο χρόνια) και πηγαίνουν αδιαμαρτύρητα οπουδήποτε τους στέλνει η Υπηρεσία, μακριά συνήθως από τις μόνιμες κατοικίες τους. Δεν ισχύουν για τους Στρατιωτικούς τα πριμ που προσφέρονται στους μετατιθεμένους Δημοσίους Υπαλλήλους
* Είναι υποχρεωμένοι να παραμένουν διαρκώς σε ετοιμότητα, για να καλύπτουν αμέσως και εν ανάγκη εις βάρος της προσωπικής και οικογενειακής τους ζωής κάθε απρόβλεπτη Υπηρεσιακή απαίτηση
καθώς επίσης και κάθε έκτακτη ανάγκη της Χώρας, όπως π.χ. Σεισμοί, Πλημμύρες, Πυρκαγιές κ,τ.λ., χωρίς πρόσθετη αμοιβή.
* Αποστρατεύονται όποτε το θελήσει η Υπηρεσία, χωρίς απαραιτήτως να έχουν συμπληρώσει πλήρησυντάξιμο χρόνο.
* Υπηρετούν και ζουν ακόμη και εκτός Υπηρεσίας κάτω από τον αυστηρότατο Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα, που περιορίζει πολύ σημαντικά τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία απολαμβάνουν χωρίς κανένα περιορισμό όλες οι άλλες τάξεις. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι ακόμη και για τροχαία παράβαση στέλνονται στο Στρατοδικείο
* Δεν τους επιτρέπεται να συνδικαλίζονται και να απεργούν, για να διεκδικούν τα δικαιώματα τους, όπως οι άλλες εργασιακές ομάδες.
* Δεν έχουν εν γένει δικαίωμα, να ασκούν άλλο βιοποριστικό επάγγελμα, παράλληλα προς τη στρατιωτική τους υπηρεσία, για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους.
Δεν μπορούν συνήθως, ούτε οι γυναίκες τους να έχουν μόνιμη απασχόληση για να συμβάλλουν στον οικογενειακό προϋπολογισμό, λόγω των συχνών μεταθέσεων, οι οποίες επιδρούν δυσμενώς στην οικογενειακή τους ζωή και συνοχή.
Σύμφωνα με το Άρθρο 22 του Συντάγματος, «Όλοι oι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας». Επομένως δεν είναι δυνατόν εξομοιωθούν οι αποδοχές και κατ’ επέκταση οι συντάξεις για εργαζόμενους με διαφορετικά εργασιακά χαρακτηριστικά (είδος εργασίας, μόρφωση, βαθμός απόδοσης και αναζήτησης ευθυνών, ωράριο απασχόλησης).
Τα προηγούμενα χρόνια, από το 2010-2015 έχουν εκμηδενισθεί προνόμια ή παροχές, οι συντάξεις έχουν καταβαραθρωθεί και τελικώς έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια ανοχής και αντοχής. Περαιτέρω μειώσεις ή επαναπροσδιορισμός των συνταξιοδοτικών πράξεων με σκοπό νέες μειώσεις, εκτός του ότι θα έχουν τη μορφή «αναδρομικής τιμωρίας», θα ανοίξουν νέο κύκλο δικαστικών διεκδικήσεων και νέου κλονισμού της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το Κράτος.
Επιπροσθέτως υφίσταται μεγάλη καθυστέρηση εκδικάσεων στο Ελ. Συνέδριο των πάσης φύσεως εφέσεων-αγωγών κλπ που έχουν κατά καιρούς ασκήσει οι στρατιωτικοί, με αποτέλεσμα στην παρούσα χρονική συγκυρία να εκδικάζονται εφέσεις που είχαν κατατεθεί το.... 2006, για τις οποίες μια τυχόν δικαίωση, θα επιφέρει μερική αποκατάσταση, ένεκα των προβλεπομένων διατάξεων για την 3ετία.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ
Οι στρατιωτικές συντάξεις (συνταξιούχοι Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας), όπως αυτές προσδιορίζονται από τον «ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ» (άρθρο 25 του Π.Δ. 169/2007 ΦΕΚ Α΄ 210/31-8-2007 και Ν.2084/92) είναι η κατηγορία συντάξεων που υπέστη τις μεγαλύτερες περικοπές, οι οποίες προσεγγίζουν ποσοστά της τάξης του 68%, ειδικότερα μετά την εφαρμογή του Νόμου 4093/12. Ιδιαίτερα η εφαρμογή του Ν. 4093/2012, επέβαλε αναδρομικές μειώσεις συντάξεων, σε αντίθεση με τον Ν.4024/2011 για το δημόσιο τομέα, οι διατάξεις του οποίου δεν είχαν αναδρομική ισχύ. Οι στρατιωτικοί υπέστησαν συγκεκριμένα με το νόμο αυτό ΠΕΝΤΕ (5) διαφορετικές μειώσεις (η πρώτη με την μείωση των βασικών τους μισθών, η δεύτερη με την μείωση των συντελεστών των μισθολογικών τους κλιμακίων, η τρίτη με την μείωση 5-10-15-20% που ισχύει για όλες τις συντάξεις, τέταρτη με τον συνυπολογισμό στη σύνταξη των μερισμάτων των Μετοχικών Ταμείων και πέμπτη το συνυπολογισμό της οικονομικής ενίσχυσης των ΕΚΟΕΜ). Πέραν αυτών έχουν επιβληθεί ακόμη εννέα (9) μειώσεις ή περικοπές στις συντάξεις από το 2010.
Με τις υπ' αριθμ. 2192/2014, 2193/2014, 2194/2014, 2195/2014 και 2196/2014 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), κρίθηκαν τελεσίδικα ως αντισυνταγματικές οι μειώσεις των αποδοχών των εν ενεργεία και των συντάξεων των εν αποστρατεία στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας, που επιβλήθηκαν από 1/8/2012, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 31 – 33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στις αποφάσεις «....οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επικαλείται η Διοίκηση προς δικαιολόγηση των επίμαχων περικοπών του ν. 4093/2012 (βλ. την 2/42722/ΔΠΔΣΜ/26-4-2013 έκθεση απόψεων της Δ/νσης Προγραμματισμού, Δημοσιονομικών Στοιχείων και Μεθοδολογίας του Υπουργείου Οικονομικών και το από 20-12-2013 υπόμνημα του Υπουργού Οικονομικών), οι οποίοι συνίστανται στην επίτευξη των στόχων του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, στην εκπλήρωση, δηλαδή, των προϋποθέσεων που τίθενται, υπό μορφή προαπαιτούμενων, για τη συνέχιση της χρηματοδότησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας αν και δικαιολογούν κατ΄ αρχήν, την λήψη μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, περιοριζόμενοι στην ανάγκη μειώσεως του μισθολογικού κόστους του προσωπικού του Δημοσίου για την κάλυψη τμήματος του δημοσιονομικού κενού του προγράμματος προσαρμογής, το οποίο προέκυψε, κυρίως, λόγω της αποτυχίας εισπράξεως των προβλεπομένων φορολογικών εσόδων και των ανείσπρακτων οφειλών παρελθόντων ετών και της αδυναμίας προωθήσεως των διαρθρωτικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων του προγράμματος προσαρμογής, δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικώς ανεκτές τις συγκεκριμένες περικοπές....» . Και αυτό γιατί τα οικονομικά μέτρα που ελήφθησαν και οι περικοπές «συνιστούν μέτρα που λαμβάνονται μεν για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν, όμως, και πάλι, κατά παράβαση της κατ΄ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος υποχρέωσης όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, την ίδια κατηγορία πολιτών». Οι περικοπές των συντάξεων των Στρατιωτικών και «μάλιστα αναδρομικά από 1.8.2012, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφος 5 και 25 παράγραφος 4 και καθίστανται ως εκ τούτου ανίσχυρες». Ακόμα, οι περικοπές των συντάξεων είναι αντίθετες στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, με το οποίο κατοχυρώνεται «ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να την στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, Γίνεται λοιπόν κατανοητό, ότι είναι αντισυνταγματικές ως προσκρούουσες στην αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας οι παράλληλες διπλές μειώσεις των συντάξεων....»
Στη συνέχεια το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης του Ν. 3068/2002 το Σεπτέμβριο 2014 «......διαπιστώνει την μη συμμόρφωση του Δημοσίου προς τις αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Καλεί το Υπουργείο Οικονομικών να συμμορφωθεί προς την εν λόγω απόφαση......», ενώ με υπ΄ αριθμ. 18 – 21/2015 διαπιστώνει τη μη συμμόρφωση του Δημοσίου και επιβάλει πρόστιμο στο Υπ. Οικονομικών 250.000 ευρώ.
Η Κυβέρνηση κατ’ επανάληψη έχει δηλώσει, ότι «... η μη εφαρμογή της απόφασης του ΣτΕ στο σύνολό της, είναι ωμή παραβίαση του κράτους – δικαίου..».
Η εφαρμογή της απόφασης του ΣτΕ θα έχει μηνιαίο καθαρό κόστος 3,9 εκατ. ευρώ, ήτοι μέσον όρο περίπου 32 ευρώ καθαρά ανά συνταξιούχο (για ΕΔ & ΣΑ επί συνόλου 122.000 στρατιωτικών συντάξεων).
Στο άρθρο 3 του Ν. 4336/2015 στο εδάφιο 2.5.1 της παραγράφου Γ, το μνημόνιο αναφέρει σαφέστατα : «ιβ) η ελληνική κυβέρνηση θα προσδιορίσει και θα θεσπίσει νομοθετικά έως τον Οκτώβριο του 2015 ισοδύναμα μέτρα για την πλήρη αντιστάθμιση των επιπτώσεων της εφαρμογής της δικαστικής απόφασης σχετικά με τα συνταξιοδοτικά μέτρα του 2012...». Η πρόβλεψη αυτή καταδεικνύει την υποχρέωση της Πολιτείας για πλήρη συμμόρφωση της, προς τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, χωρίς εκπτώσεις και νομικές υπεκφυγές.
Η ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ
Το ίδιο το Κράτος αναγνωρίζοντας διαχρονικά τις ιδιαίτερες εργασιακές συνθήκες και την επικινδυνότητα του περιβάλλοντος εμπλοκής των στελεχών των ΕΔ και ΣΑ (οπλικά συστήματα, πυρομαχικά, πτήσεις, καταδύσεις, βολές και ασκήσεις με πραγματικά πυρά, αναχαιτίσεις, «θερμά» επεισόδια, ασφάλεια συνόρων, κλπ) θέσπισε ειδικό καθεστώς, διαχωρίζοντας τις στρατιωτικές συντάξεις, από όλες τις υπόλοιπες συντάξεις, με τελευταία νομοθέτηση το Π.Δ. 169/2007 ΦΕΚ Α΄ 210/31-8-2007 (στο οποίο υπάρχουν και ξεχωριστά αντίστοιχα άρθρα, για τις συντάξεις στο Δημόσιο) . Πλην, εκείνων που για συγκεκριμένο και περιορισμένο χρονικό διάστημα, υπηρετούν σε θέσεις επιτελείων, όλοι οι υπόλοιποι ουσιαστικά εμπίπτουν στην κατηγορία που στον ιδιωτικό τομέα ασφαλίζονται ως ασκούντες «βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα» (ας μην λησμονηθεί επί αυτού, το γεγονός, πως οι αντίστοιχες ειδικότητες του ιδιωτικού τομέα που εντάσσονται στα βαρέα και ανθυγιεινά, υφίστανται και στις Ε.Δ.).
Η είσοδος στις παραγωγικές σχολές των ΕΔ στην ηλικία των 18 ετών, με πανελλαδικές εξετάσεις, που καταρχήν σημαίνει ότι εισέρχονται στον εργασιακό βίο αξιοκρατικά και δεν διορίζονται, προσδιορίζει ταυτόχρονα την ηλικία-όριο συνταξιοδότησης, που είναι το 53ο έτος για 35 πραγματικά έτη ή 40 συνταξιοδοτικά (έτη για τα οποία το σύνολο των Στρατιωτικών, έχουν κληθεί και έχουν πληρώσει τις προβλεπόμενες από την υφιστάμενη νομοθεσία, ασφαλιστικές τους εισφορές), για όσους πληρούν τις αντίστοιχες προϋποθέσεις.
Η συντριπτική πλειοψηφία των στρατιωτικών αποστρατεύεται με απόφαση και ευθύνη της Πολιτείας, μεγάλος αριθμός εκ των οποίων, έχουν προσφύγει νομικώς εναντίον αυτών των αποφάσεων και έχουν δικαιωθεί τελεσιδίκως.
Ακόμη και μετά την αποστρατεία τους οι στρατιωτικοί, παραμένουν στις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων, όπως αναγράφει και η σχετική πράξη «.... εγγράφονται στα στελέχη της εφεδρείας», διατηρώντας τον βαθμό τους.
Στις Ε.Δ λόγω της φύσης τους, της αποστολής τους, αλλά κυρίως της επικινδυνότητάς τους και των επιπτώσεων που προκαλούνται στην υγεία τους, υφίστανται κατηγορίες που έχουν ιδιαίτερο καθεστώς (εργασιακό-συνταξιοδοτικό), όπως ιπτάμενοι, αλεξιπτωτιστές, βατραχάνθρωποι, ναρκαλιευτές, πληρώματα υποβρυχίων κλπ.
Είναι το μοναδικό ειδικό μισθολόγιο μεταξύ των 18 υφισταμένων, που περιλαμβάνει όλο το προσωπικό που υπηρετεί στον κλάδο (ΕΔ-ΣΑ), σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ειδικά μισθολόγια που ανά κλάδο περιλαμβάνουν μόνο το ανώτατο εξειδικευμένο προσωπικό (Δικαστικός κλάδος μόνο δικαστές – εισαγγελείς, όχι γραμματείς, επιμελητές, υπάλληλοι κλπ, Νοσοκομεία ΕΣΥ μόνο γιατροί, όχι νοσηλευτικό προσωπικό, διοικητικό, οικονομικό κλπ.).
Απ’ όλο το στρατιωτικό προσωπικό έχουν καταβληθεί εισφορές και μάλιστα υψηλές, ανάλογες με το ύψος των αποδοχών τους. Μάλιστα όσοι υπάγονται στις κατηγορίες επικινδυνότητας έχουν καταβάλει επιπλέον διπλάσιες εισφορές, χωρίς να αναγνωρίζεται το σύνολό αυτών των εισφορών. Το σύστημα τροφοδοτήθηκε από αυτούς που εργάσθηκαν περισσότερα χρόνια και πλήρωσαν υψηλότερες εισφορές. Επομένως κοινωνικά δίκαιο είναι η σύνταξη να εξαρτάται από τις εισφορές και τα συντάξιμα έτη, για τα οποία έχουν καταβληθεί εισφορές. Ουσιαστικά η αναλογικότητα & η ανταποδοτικότητα είναι τα κυριότερα κίνητρο ασφάλισης και αποτροπής της «μαύρης» εργασίας.
Το σημαντικότερο όλων «...αποτελεί η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση τους, την οποία διαχρονικώς τους επιφύλαξε ο κοινός νομοθέτης....» όπως περιγράφεται στην υπ' αριθμ. 2192/2014, απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ). Αναλυτικότερα αναφέρεται:
➢ Στη σκέψη 12: «Επειδή, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται περαιτέρω ότι αντιστάθμισμα των ανωτέρω απαγορεύσεων και περιορισμών και των ειδικών συνθηκών εργασίας των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, οι οποίες συνεπάγονται αυξημένους κινδύνους για τη ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα, αλλά και αναγνώριση της σημασίας της αποστολής που επιτελούν, αποτελεί η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση τους, την οποία διαχρονικώς τους επιφύλαξε ο κοινός νομοθέτης. ..........αλλά, όσον αφορά τους στρατιωτικούς και τους υπαλλήλους των σωμάτων ασφαλείας, η ευνοϊκή μισθολογική μεταχείρισή τους απορρέει εμμέσως εκ της ιδιαίτερης σημασίας της εκ του Συντάγματος αποστολής τους που δικαιολογεί, εξάλλου, και τις συνταγματικές απαγορεύσεις και τους ειδικούς περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων τους, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη σκέψη. Ειδικότερα, η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών εγγυάται την διαμόρφωση του ύψους των αποδοχών τους με κριτήρια όχι μόνον τον κλάδο, τον βαθμό ή τα καθήκοντα του υπαλλήλου αλλά την λήψη υπόψη και κριτηρίων, όπως οι ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως και η επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους ώστε οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους για το Κράτος, προκειμένου, συγχρόνως, να αποτρέπονται η εξωυπηρεσιακή απασχόλησή τους, και δη σε τομείς που ιδιαιτέρως εξυπηρετούνται από την στρατιωτική ή αστυνομική τους ιδιότητα (φύλαξη προσώπων, επιχειρήσεων κ.λ.π.), καθώς και οι συνδεόμενοι με την άσκηση των καθηκόντων τους ηυξημένοι κίνδυνοι διαφθοράς. Το δε ύψος των αποδοχών της ηγεσίας των σωμάτων αυτών και των υπηρετούντων στους ανώτατους βαθμούς πρέπει να διαμορφώνεται αναλόγως και του κύρους του βαθμού τους και των ευθυνών των καθηκόντων τους τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και πολέμου, λόγω, εξάλλου, και της αυστηρής ιεραρχικής δομής των στρατιωτικών σωμάτων. Συνεπώς, η υποχρέωση τηρήσεως από τον κοινό νομοθέτη της απορρέουσας εμμέσως από τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ.2 και 29 παρ.3 του Συντάγματος, αρχής της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών αποτελεί μία πρόσθετη θεσμική εγγύηση που εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας μέσω της ενισχύσεως του ηθικού των στελεχών τους, αλλά και δικαίωμα των στρατιωτικών, λόγω των συνταγματικών απαγορεύσεων και περιορισμών, στους οποίες υπόκεινται και της επικινδυνότητας των καθηκόντων τους. Και ναι μεν στο πλαίσιο της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και κατ΄ εκτίμηση των εκάστοτε κρατουσών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών ο κοινός νομοθέτης δύναται να προβεί σε μείωση του βασικού μισθού ή και των επιδομάτων των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, δεδομένου, μάλιστα, ότι από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε αποδοχές συγκεκριμένου ύψους, όμως η μεταβολή του μισθολογικού καθεστώτος των στρατιωτικών με τέτοιας φύσεως ή εκτάσεως μείωση των αποδοχών, που να επιφέρει ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχει προηγουμένως εκτιμηθεί το δημοσιονομικό όφελος, σε σχέση με τις επιπτώσεις, που η μείωση αυτή μπορεί να έχει στην λειτουργία των ενόπλων αυτών σωμάτων, καθώς και αν η μείωση είναι αναγκαία ή θα μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Η υποχρέωση αυτή, η οποία ισχύει, κατ΄αρχήν, για κάθε σημαντική μείωση αποδοχών, η οποία στρέφεται κατά συγκεκριμένης κατηγορίας υπαλλήλων ή λειτουργών του Δημοσίου, καθίσταται εντονότερη στην περίπτωση των στρατιωτικών, υπέρ των οποίων ο νομοθέτης έχει, σύμφωνα με όσα ανωτέρω έχουν εκτεθεί, υποχρέωση, κατά τον προσδιορισμό του ύψους των αποδοχών τους, να λαμβάνει υπόψη, εκτός από τα συνήθη κριτήρια, και τις ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως και την επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους, καθώς και την επιτασσομένη αποκλειστική αφιέρωση στο επάγγελμα αυτό, ώστε οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους.»
➢ Και στη σκέψη 21 : «.....Τα αυτά ισχύουν, κατά μείζονα λόγο, για τους απόστρατους στρατιωτικούς των ενόπλων δυνάμεων, οι οποίοι λόγω της συνδέσεως της συντάξεως τους με τις αποδοχές των εν ενεργεία στρατιωτικών, κατά τα προεκτεθέντα, υφίστανται επιπλέον μείωση, δηλαδή τόσο τη γενική μείωση των συντάξεων που υφίστανται όλοι οι συνταξιούχοι του δημοσίου, όσο και την προερχόμενη από την, κατά τα ανωτέρω, σύνδεση των συντάξεών τους και την, ως συνέπεια αυτής, αυτόματη αναπροσαρμογή του ύψους των».
ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ-ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΣΕ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ Ε.Ε.
Στις χώρες τις Ε.Ε. γενικά υπάρχει διαφοροποίηση στα όρια ηλικίας των στρατιωτικών σε σχέση με τις υπόλοιπες εργασιακές ομάδες που συνήθως είναι περί τα 53-55 έτη που μπορεί να ανέλθει μέχρι τα 60 για τους ανώτατους βαθμούς. Στο Βέλγιο, για παράδειγμα, όπου η πηγή της χρηματοδότησης είναι αποκλειστικά ο κρατικός προϋπολογισμός η σύνταξη βασίζεται στο μέσο όρο των αποδοχών των τελευταίων 5 ετών και απαιτείται παραμονή μόλις 5 ετών με όριο ηλικίας τα 56 ή τα 60-61 για τους ανωτάτους. Στη Σλοβακία η σύνταξη προκύπτει από την κρατική χρηματοδότηση και τις εισφορές, είναι ο μέσος όρος των καλύτερων μηνιαίων αποδοχών από τα τελευταία 10 χρόνια, ενώ η υποχρεωτική παραμονή είναι μόλις 15 έτη και από ’κεί και πέρα υπάρχουν προσαυξήσεις που φτάνουν το 60% μετά τα 30 έτη. Η σύνταξη απονέμεται ανεξάρτητα από την ηλικία του αποστράτου. Στη Γαλλία η σύνταξη έχει ως βάση υπολογισμού της τους μισθούς των τελευταίων 6 μηνών και απαιτούνται 15 χρόνια για τους ανθυπασπιστές και 25 για τους αξιωματικούς χωρίς όριο ηλικίας. Στη Γερμανία η σύνταξη καταβάλλεται με βάση υπολογισμού τις αποδοχές των τελευταίων δύο ετών στην ενέργεια και δικαίωμα για σύνταξη αποκτά κάθε στέλεχος έπειτα από 5 χρόνια υπηρεσίας. Το όριο ηλικίας κυμαίνεται από τα 53 έως τα 62 έτη και έχει να κάνει με το βαθμό που φέρει το προς αποστρατεία στέλεχος. Για κάθε έτος ενεργού υπηρεσίας η σύνταξη αυξάνεται κατά 1,79% του τελευταίου μισθού (η μέγιστη σύνταξη 71,75% του τελευταίου μισθού). Στην Ιρλανδία η σύνταξη καταβάλλεται από τον προϋπολογισμό του υπουργείου Άμυνας. Οι αυξήσεις στις συντάξεις είναι ίδιες με τις μισθολογικές αυξήσεις, ενώ δεν υπάρχει όριο ηλικίας και η απονομή της σύνταξης εξαρτάται από το βαθμό του αξιωματικού. Για παράδειγμα, ο ταγματάρχης συνταξιοδοτείται στην ηλικία των 54 ετών, ο αντισυνταγματάρχης στην ηλικία των 56 ετών, ο συνταγματάρχης στην ηλικία των 58 ετών. Στην Ιταλία η σύνταξη εξαρτάται από το μέσο εισόδημα που λαμβάνεται κατά την τελευταία θέση που κατέχει ο στρατιωτικός, απαιτείται παραμονή 20 ετών και η απονομή της γίνεται στα 60 χρόνια, με τη σύνταξη να καλύπτει το 94,4% των ενεργεία εισοδημάτων. Τέλος, στη Φινλανδία η σύνταξη εξαρτάται από τα τελευταία 10 χρόνια στην υπηρεσία με υποχρεωτική παραμονή 30 ετών και όριο ηλικίας τα 55.
Κατ’ αντιστοιχία και επειδή οι συντάξιμες αποδοχές των Στρατιωτικών, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με αυτές των ενεργεία (ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης είναι συνυφασμένος με τις εν ενεργεία αποδοχές, τα χρόνια παραμονής στο στράτευμα και ένα ποσοστό αναπλήρωσης), καταγράφονται και τα παρακάτω παραδείγματα ετήσιων αποδοχών σε διάφορους βαθμούς, σε χώρες της Ε.Ε. (ακόμα και σε χώρες που βρέθηκαν ή πέρασαν αντίστοιχη οικονομική κρίση):
-Συνταγματάρχη στην Ισπανία είναι 58.447,71 ευρώ,
στην Αγγλία είναι 118.234,51 ευρώ (σ.σ. έχει γίνει μετατροπή της λίρας σε ευρώ) και στη Γερμανία είναι 90.578,52 ευρώ.
-Ταξίαρχου στην Ισπανία είναι 70.782,30 ευρώ, στην Αγγλία είναι 138.586,73 ευρώ, στη Γερμανία είναι 107.643,24 ευρώ
-Υποστρατήγου στην Ισπανία είναι 78.760,97 ευρώ, στην Αγγλία είναι 160.385,68 ευρώ και στη Γερμανία είναι 113.185,68 ευρώ
-Αντιστρατήγου στην Ισπανία είναι 86.818,48 ευρώ, στην Αγγλία είναι 201.386,71 ευρώ στη Γερμανία είναι 126.182,04 ευρώ.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΠΕΡΙ ΜΗ ΥΠΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΣΤΟ ΙΚΑ
Έχει γίνει δεκτό νομολογιακά ότι η συνταξιοδότηση των δημοσίων λειτουργών, των στρατιωτικών και των υπαλλήλων από το Δημόσιο, διεπόμενη από ιδιαίτερες συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 73 παρ.2, 80 παρ.1 και 98 παρ.1 εδ.ε' του Συντάγματος) δεν εμπίπτει στην έννοια της κατά το άρθρο 22 παρ.4 του Συντάγματος κοινωνικής ασφαλίσεως γενικώς (πρβλ. ΣτΕ 1808/70, 99/68) και το Δημόσιο δεν ενεργεί ως Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης κατά την παροχή σύνταξης στους υπαλλήλους του, αλλά δυνάμει της σχέσης που το συνδέει με αυτούς και επί τη βάσει ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος (ΣτΕ 1970/2002, 1750/1993). Ας σημειωθεί ότι η ειδική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί διαφορών από συντάξεις του Δημοσίου κατοχυρώθηκε συνταγματικά ενόψει ακριβώς αυτής της ιδιαιτερότητας του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου. Ακόμη και η υπαγωγή των προσλαμβανόμενων από 1.1.2011 στον κλάδο κύριας σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ προβληματίζει πλέον, από συνταγματική άποψη και όσον αφορά τη συμβατότητά της με το πλέγμα των ειδικών διατάξεων που διέπουν το συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου (άρθρα 73 παρ. 2, 80 παρ. 1 και 98 παρ. 1.στ΄ Συντ.). Είναι επομένως αναμενόμενο ότι η ρύθμιση αυτή, εφόσον παραμείνει ή πολύ περισσότερο επεκταθεί και στους παλαιότερους συνταξιούχους δημόσιους λειτουργούς πέραν όλων των άλλων, θα αποτελέσει και πηγή σημαντικών αμφισβητήσεων σχετικών με την κατανομή των σχετικών συνταξιοδοτικών υποθέσεων μεταξύ του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τα Πρακτικά της 4ης Ειδικής συνεδρίασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 29ης Ιουνίου 2010, γνωμοδότηση επί του σχεδίου νόμου 3865/2010, η Ολομέλεια είχε ομόφωνα αποφανθεί ότι «... Ενόψει των ανωτέρω και του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, η διάταξη του άρθρου 2 του σχεδίου νόμου, με την οποία οι τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί εντάσσονται στον κλάδο κύριας σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ο οποίος καλύπτει συνταξιοδοτικά τους μισθωτούς, δεν συνάδει με τις προμνησθείσες συνταγματικές διατάξεις και μεταβάλλει την αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου....». Εντύπωση πάντως προκαλεί η μη ύπαρξη αντιδράσεων για αυτή τη ρύθμιση ! Προφανώς οι επηρεαζόμενοι (εισελθόντες στο Δημόσιο τομέα ή στις παραγωγικές σχολές ΕΔ και ΣΑ μετά την 1/1/2011) δεν έχουν συνειδητοποιήσει τις επιπτώσεις αυτής της ρύθμισης ή (και το πιθανότερο) βλέπουν πολύ μακρινό (όνειρο) το χρόνο συνταξιοδότησής τους!!!
Eνώ διανύουμε αισίως το 5ο έτος λειτουργίας, του νέου καθεστώτος, ακόμη δεν έχει αποσαφηνισθεί για τους εν ενεργεία στρατιωτικούς που ήδη έχουν ενταχθεί στο ΙΚΑ, ως προς το τι μέλλει γενέσθαι με την αναγνώριση των βαρέων και ανθυγιεινών του λειτουργήματος τους, αλλά και της αναγνώρισης των πλασματικών ετών συνταξιοδότησης στον ιδιωτικό τομέα , που δύνανται να φθάσουν από 7 έως και τα 11 έτη.
ΟΥΣΙΩΔΕΙΣ ΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ – ΕΔΔΑ - ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
Όσον αφορά στη λήψη μέτρων οικονομικής, με ευρεία έννοια, πολιτικής, ο δικαστικός έλεγχος δεν μπορεί παρά να είναι οριακός, ώστε ο δικαστής να μην υποκαθιστά τις εκτιμήσεις του δημοκρατικά νομιμοποιημένου νομοθέτη. Οριακός έλεγχος όμως δεν σημαίνει ανυπαρξία ελέγχου. Πολλώ δε μάλλον στις περιπτώσεις εκείνες όπου με την επίκληση του γενικότερου συμφέροντος που ανάγεται στην αντιμετώπιση της κρίσης ο νομοθέτης δεν αρκείται σε έκτακτα μέτρα περιορισμένης χρονικής ισχύος, αλλά επιφέρει δομικού χαρακτήρα διαρθρωτικές αλλαγές. Σε συνθήκες κρίσης η αναγκαιότητα λήψης επαχθών για το κοινωνικό σύνολο μέτρων δεν μπορεί βεβαίως να αμφισβητηθεί. Αυτό που μπορεί ωστόσο να ελεγχθεί συνταγματικά είναι η κατανομή των βαρών για την αντιμετώπιση της κρίσης μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου, ιδίως στις περιπτώσεις όπου θίγονται κοινωνικά δικαιώματα. Από το συνδυασμό του άρθρου 22 παρ. 5 Συντ. με τα άρθρα 4 παρ. 5 (ισότητα στα δημόσια βάρη) και 25 παρ. 4 (αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης) απορρέει η αρχή της ισότητας στα βάρη του ασφαλιστικού και, εν προκειμένω, του συνταξιοδοτικού συστήματος. Δεν είναι επομένως ανεκτή η δυσανάλογη επιβάρυνση ορισμένων κατηγοριών ασφαλισμένων, με τη δραστική μείωση, ιδίως μέσω μιας «βίαιης» εξίσωσης προς τα κάτω, του επιπέδου ασφαλιστικής προστασίας τους. Η άποψη ότι ακόμα κι’ αν πρέπει να δεχθούμε μια αδικία, στην περίπτωση που κριθεί αναπόφευκτη, αυτή μπορεί να γίνει αποδεκτή, μόνο για να αποτρέψουμε μια ακόμα μεγαλύτερη αδικία, εδώ δεν έχει εφαρμογή.
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επιδείνωση του υφιστάμενου νομοθετικού καθεστώτος οφείλει να μην οδηγεί σε κατάργηση ή πλήρη αποδυνάμωση της ασφαλιστικής προστασίας ούτε να ανατρέπει άρδην και κατά τρόπο αιφνιδιαστικό δικαιολογημένες προσδοκίες των ασφαλισμένων. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) παγίως δέχεται ότι οι συνταξιοδοτικές παροχές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ για την προστασία της περιουσίας. Αυτό μπορεί να μη συνεπάγεται την κατοχύρωση συγκεκριμένου ύψους σύνταξης, σημαίνει ωστόσο ότι οι επεμβάσεις στο συνταξιοδοτικό δικαίωμα οφείλουν να τηρούν δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας του δικαιώματος και είναι ανεπίτρεπτη η αποστέρηση ή ουσιώδης μείωση της παροχής.
Εν κατακλείδι και σε κάθε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υπόστασης (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, παροχές υγείας) αλλά και την δυνατότητα συμμετοχής στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται πάντως ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (πρβλ. Ολ Σ.τ.Ε 2288/2015). Οι μέχρι δε σήμερα, ασφαλιστικές επιλογές, που επέφεραν μια τόσο μεγάλη μείωση των κύριων και μετοχικών συντάξεων με μόνο κριτήριο την συμβολή τους στη μείωση των δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή», είχαν ως συνέπεια την επιδείνωση σε σημαντικό βαθμό του βιοτικού επιπέδου των στρατιωτικών συνταξιούχων, οι οποίοι εκτός από τις περικοπές των συντάξεων υπεβλήθησαν παραλλήλως και στο σύνολο των γενικής φύσεως οικονομικών και φορολογιών μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος (ενδεικτικά αναφέρονται οι νόμοι:.3833/2010, 3845/2012, 3845/2010, 3847/2010, 3863/2010, 3865/2010, 3986/2011, 4002/2011, Ν.4024/2011 , 4051/2012, 4093/2012 ).
ΜΕΤΟΧΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ – ΕΙΔΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ (ΕΚΟΕΜ)
Μια σειρά αποφάσεων (ΣτΕ 1750/1993, 1970/2002 κλπ) και η έννοια της διατάξεως του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 4202/61, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 1405/83, έχουν προσδιορίσει με σαφήνεια ότι τα μετοχικά ταμεία των ΕΔ αν και απονέμουν μέρισμα, δεν έχουν χαρακτήρα οργανισμού επικουρικής ασφάλισης. Επίσης το Δημόσιο δεν εγγυάται το ύψος των παροχών τους, ούτε υφίσταται εργοδοτική εισφορά του Δημοσίου ως εργοδότου.
Η υπ’ αριθ. 384/2012 γνωμοδότηση του ΝΣΚ αναφέρει ότι «Οι ειδικοί κλάδοι οικονομικής ενίσχυσης Μερισματούχων των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΚΟΕΜΣ, ΕΚΟΕΜΠΝ και ΕΚΟΕΜΠΑ ) δεν αποτελούν φορείς κοινωνικής ασφάλισης, διότι το κεφάλαιό τους αποτελείται μόνο από εισφορές των δικαιούχων τους και δεν καταβάλλονται σ' αυτούς εργοδοτικές εισφορές ή κοινωνικοί πόροι.»
Επίσης με την υπ. Αριθμ. 545/2008 Γνωμοδότηση Β’ Τμήματος του ΝΣΚ, που είχε γίνει αποδεκτή από την αρμοδία Υπουργό, τα ΝΠΔΔ που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων-ως εκ τούτου και τα Μετοχικά Ταμεία των Ενόπλων Δυνάμεων- δεν ανήκουν στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και δεν διέπονται από τις διατάξεις των οικείων νόμων.
Εν κατακλείδι είναι υγιείς, αυτοχρηματοδοτούμενοι ειδικοί λογαριασμοί, που ουδέποτε έλαβαν χρηματοδότηση από το Κράτος ή τρίτους, ουσιαστικά δεν πρόκειται για ταμείο, αλλά για ένα λογαριασμό ιδιωτικής αποταμίευσης, αναδιανεμητικού χαρακτήρα και ως τέτοιος δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να είχε συμπεριληφθεί στις υφιστάμενες διατάξεις, αλλά ούτε να συμπεριληφθεί σε άλλες μελλοντικές, που θα μεταβάλουν την σημερινή του υπόσταση.
Με βάση τη νομοθεσία λειτουργίας των ΜΤ και ΕΚΟΕΜ ουσιαστικά ίσχυε ανέκαθεν η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος, διότι τα μερίδια για τα μερίσματα και την ενίσχυση του ΕΚΟΕΜ καθορίζονταν με βάση τα ετήσια έσοδα του Κλάδου του προηγούμενου έτους, απ’ όπου αφού αφαιρεθούν τα έξοδα του ταμείου και ποσοστό 10% για δημιουργία αποθεματικού, τα υπόλοιπα διανέμονται κατά τον επόμενο χρόνο.
Τα Ταμεία που συστηματικά λαμβάνουν κρατική επιχορήγηση και εισπράττουν θεσμοθετημένους κοινωνικούς πόρους εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από αυτά. Ειδικότερα, στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ η κρατική επιχορήγηση αποτελεί το 39% των εσόδων του ταμείου, στον ΟΓΑ το 89% και στο ΝΑΤ το 92%. Τα Μετοχικά Ταμεία ΕΔ και οι ΕΚΟΕΜ ουδέποτε έλαβαν κρατική χρηματοδότηση ή επιχορήγηση. Επιπροσθέτως, ας μην μας διαφεύγει της προσοχής, πως για το έλλειμμα ρευστότητας που καταγράφεται στην Κοινωνική Ασφάλιση, δεν ευθύνονται οι ασφαλισμένοι που κατέβαλαν τις εισφορές τους κατά τον εργάσιμο βίο τους, αλλά το Κράτος και οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν επί δεκαετίες στη διαχείριση των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων, στην πολύ υψηλή ανεργία, την μείωση των μισθών, την εισφοροδιαφυγή και την αδήλωτη εργασία»
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Κατόπιν όλων των παραπάνω προτείνουμε:
➢ Διατήρηση της υπαγωγής των στρατιωτικών στο Δημόσιο και όχι ένταξή τους στο ΙΚΑ.
➢ Ενδεχόμενος επαναπροσδιορισμός της σύνταξης, θα πρέπει για τους στρατιωτικούς να αντιστοιχεί σε μισθό και συντάξιμα έτη, χωρίς ρήτρα ηλικίας αποχώρησης από την υπηρεσία, ιδιαίτερα για τους συνταξιούχους ή όσους έχουν θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα.
➢ Το ποσοστό αναπλήρωσης θα πρέπει να σχετίζεται με τα έτη συντάξιμης υπηρεσίας και να μην είναι αντιστρόφως ανάλογο με το ύψος συντάξεως.
➢ Ο υπολογισμός αναπλήρωσης να γίνει με βάση τους βασικούς μισθούς του Ιουλίου 2012 σε εφαρμογή της απόφασης του ΣτΕ.
➢ Την εξαίρεση του συνυπολογισμού των αντιστοιχούντων ποσών πτητικών, καταδυτικών, αλεξιπτωτιστών, υποβρυχίων καταστροφών, επικινδυνότητας εξαμήνων από το σύνολο των συντάξιμων αποδοχών, τα οποία να φορολογούνται αυτοτελώς.
➢ Να μην αλλάξει το ισχύον καθεστώς υπαγωγής και δομής για Μετοχικά Ταμεία και ΕΚΟΕΜ, τα οποία να μην συνυπολογίζονται στον προσδιορισμό της σύνταξης και να διαγραφούν από τον υποτομέα των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης.
➢ Ως ισοδύναμο για την αποφυγή μειώσεων των συντάξεων προτείνεται ότι εφόσον η κυβέρνηση προτίθεται να καταργήσει τους κοινωνικούς πόρους που ενισχύουν προνομιακά ορισμένα ταμεία, να τους αξιοποιήσει σε ενιαίο πόρο υπέρ του ασφαλιστικού συστήματος. Επίσης να εξασφαλίσει ποσοστό των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις, τα κοιτάσματα ορυκτών και υδρογονανθράκων αλλά και από τον περιορισμό της ανασφάλιστης εργασίας που τον τελευταίο έτος έχει ενισχύσει τα έσοδα των ταμείων.
ΘΕΩΡΟΥΜΕ ΟΤΙ: " Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΚΤΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ", ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΘΕΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΟΡΩΝ ΣΤΑ ΤΑΜΙΑ, ΟΣΕΣ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΣΤΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ, ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΕΝ ΛΥΝΕΤΑΙ.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Βασικό κριτήριο αντιμετώπισης γενικά, των "αποδοχών" των στρατιωτικών εκ μέρους της Πολιτείας, θα πρέπει να είναι αυτό που ίσχυε ανέκαθεν στην Ελλάδα και το οποίο αντανακλούσε στη δημιουργία της αίσθησης του κλίματος της διαχρονικής εξασφάλισης ενός βασικού-αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης των ιδίων αλλά και των οικογενειών τους, τόσο δηλ. στην ενέργεια αρχικά, αλλά και την αποστρατεία αργότερα. Η προσέγγιση αυτή, προφανώς και απέβλεπε στο να δεσμεύσει ηθικά το τμήμα αυτό της κοινωνίας μας να αφιερώνει το άπαν της ύπαρξής του και κατά προτεραιότητα, για την ασφάλεια της ακεραιότητας της πατρίδας του και ακριβώς γιατί αυτή (η πατρίδα του) ήταν σίγουρο ότι θα μεριμνούσε από μόνη της για την καθημερινότητα του ίδιου και της οικογένειάς του.
Θεωρούμε λοιπόν πως "οι ιδιαίτεροι λόγοι ασφάλειας" που έκαναν την Ελληνική Πολιτεία ανέκαθεν να αντιμετωπίζει τους στρατιωτικούς με αυτό το κριτήριο, όχι μόνο δεν εξέλειπαν αλλά έχουν επικίνδυνα αυξηθεί λόγω των ασύμμετρων και τρομοκρατικών ενεργειών που έχουν αρχίσει και εκδηλώνονται στην Ευρώπη, στην παρούσα χρονική συγκυρία αλλά όπως εκτιμάται πιθανόν και στο μέλλον. Απομένει λοιπόν από τους ιθύνοντες να αναγνωρισθεί η πραγματικότητα αυτή και με το επιχείρημα ακόμη, ότι η Ελληνική κοινωνία αποτυπώνει διαχρονικά και αβίαστα την εμπιστοσύνη της στις Ένοπλες Δυνάμεις.
Για την ακρίβεια
Ο Πρόεδρος του Συντονιστικού Συμβουλίου
Αντιναύαρχος Σ.Περβαινάς Π.Ν.ε.α.