Συντάξεις χηρείας: Οι περικοπές και τα παράδοξα
Γιατί η μη μεταβίβαση της εθνικής σύνταξης του αποθανόντος συζύγου στον(ην) επιζώντα, αποτελεί σοβαρή θεσμική καταστρατήγηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Το ψαλίδι με παραδείγματα.
Γράφουν οι Σ. Ρομπόλης -Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και Β. Μπέτσης -Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα αναπτύσσεται ένας έντονος δημόσιος διάλογος με αφορμή την ερμηνευτική εγκύκλιο (30/12/2021) του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, η οποία αφορά την καταβολή της Εθνικής Σύνταξης σε συντάξεις χηρείας συνταξιούχων.
Σύμφωνα με την συγκεκριμένη εγκύκλιο ένας συνταξιούχος που λαμβάνει δική του σύνταξη, εάν αποβιώσει ο/η σύζυγος, δεν μπορεί να λαμβάνει Εθνική Σύνταξη, που αθροιστικά, θα είναι μεγαλύτερη από το ύψος μίας εθνικής σύνταξης (384 ευρώ).
• Μέχρι σήμερα, σε ένα ζευγάρι συνταξιούχων, που ο καθένας ελάμβανε 784 ευρώ μηνιαία κύρια σύνταξη (384 ευρώ εθνική και 400 ευρώ ανταποδοτική), στην περίπτωση που αποβιώσει ο ένας εκ των δύο, τότε ο επιζών λαμβάνει το 70% της σύνταξης του αποβιώσαντος. Δηλαδή λαμβάνει 548,8 ευρώ σύνταξη χηρείας (268,8 ευρώ εθνική σύνταξη και 280 ευρώ ανταποδοτική σύνταξη).
• Όμως, σύμφωνα με την νέα εγκύκλιο, πλέον, σε ένα ζευγάρι που πεθάνει ο ένας σύζυγος, ο συνταξιούχος που ζει, δεν θα λάβει την εθνική σύνταξη χηρείας των 268,8 ευρώ διότι στην δική του σύνταξη περιλαμβάνεται εθνική σύνταξη ύψους 384 ευρώ. Αυτό οδηγεί σε μία μείωση της σύνταξης χηρείας της τάξης του 49%.
Το ερώτημα που προκύπτει εστιάζεται, κατά βάση, στην θεώρηση και την ερμηνεία της εθνικής σύνταξης, με την έννοια ότι κατά την υφιστάμενη νομοθεσία και την ερμηνευτική εγκύκλιο θεωρείται τμήμα της καταβαλλόμενης σύνταξης, το οποίο εξ ολοκλήρου χρηματοδοτείται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Ως εκ τούτου, κατά την ίδια θεώρηση η εθνική σύνταξη δεν θα πρέπει να καταβάλλεται για δεύτερη φορά στον επιζώντα συνταξιούχο σύζυγο αφού χρηματοδοτείται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και όχι από τις καταβαλλόμενες εισφορές του ασφαλισμένου, οι οποίες με βάση την αρχή της αναλογικότητας εισφορών-παροχών, δημιουργούν ασφαλιστικό δικαίωμα.
Από μία διαφορετική προσέγγιση, αυτή της μη καταστρατήγησης θεμελιωμένων ασφαλιστικών δικαιωμάτων, η πραγματικότητα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, είναι διαφορετική. Κι’ αυτό γιατί ο συνταξιούχος πριν αποβιώσει για να λάβει την εθνική σύνταξη των 384 ευρώ σημαίνει ότι έχει εργαστεί και καταβάλλει εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για τουλάχιστον 20 έτη. Έτσι, δικαιούται σύμφωνα με τα θεμελιωμένα ασφαλιστικά του δικαιώματα να λάβει την εθνική σύνταξη των 384 ευρώ, την οποία στην περίπτωση θανάτου του, σύμφωνα με την νομοθεσία της κοινωνικής ασφάλισης, μπορεί να μεταβιβάσει στους κληρονόμους του, στον/στην σύζυγό του ή/και στα παιδιά του. Άρα, με την μη καταβολή των 268,8 ευρώ εθνικής σύνταξης στον (την) επιζώντα σύζυγο, συντελείται μία προφανής καταστρατήγηση του ασφαλιστικού δικαιώματος του αποβιώσαντα να μεταβιβάσει στους κληρονόμους του το ασφαλιστικό δικαίωμα, το οποίο θεμελίωσε κατά την διάρκεια τουλάχιστον της 20ετούς εργασίας του.
Η αναλογικότητα εισφορών και παροχών
Το επόμενο ζήτημα το οποίο απαιτείται να εξεταστεί είναι η αναλογικότητα εισφορών και παροχών ενός ασφαλισμένου κατά την στιγμή της συνταξιοδότησής του. Αυτό μπορεί να γίνει υπολογίζοντας, με βάση την μεθοδολογία του αναλογιστικού ισοδύναμου, το επίπεδο της σύνταξης που θα πρέπει να λάβει ένας ασφαλισμένος ανάλογα με τις εισφορές που έχει καταβάλλει στον ασφαλιστικό του βίο, σε σύγκριση με το αναλογιστικό ισοδύναμο της κύριας σύνταξης που λαμβάνει.
Εάν θεωρήσουμε έναν μέσο ασφαλισμένο ο οποίος έχει συντάξιμες αποδοχές 1.000 ευρώ και 20 έτη ασφάλισης, σύμφωνα με τις καταβαλλόμενες εισφορές του θα πρέπει να λάβει 315 ευρώ σύνταξη. Όμως, αυτός ο ασφαλισμένος θα λάβει κύρια σύνταξη 543 ευρώ, η οποία αναλύεται σε 384 ευρώ εθνική σύνταξη και 159 ευρώ ανταποδοτική σύνταξη. Άρα, στην πραγματικότητα το ύψος της εθνικής του σύνταξης είναι 228 ευρώ και όχι 384 ευρώ, αφού τα 315 ευρώ τα έχει καταβάλλει με τις εισφορές του κατά την διάρκεια του εργασιακό του βίου.
Αντίστοιχα, για έναν ασφαλισμένο με 30 έτη ασφάλισης, η σύνταξη που αντιστοιχεί στις καταβαλλόμενες εισφορές του είναι 526 ευρώ, ενώ λαμβάνει κύρια σύνταξη 648 ευρώ εκ των οποίων τα 384 ευρώ είναι η εθνική σύνταξη και τα 264 ευρώ είναι η ανταποδοτική σύνταξη. Άρα, στην πραγματικότητα η εθνική σύνταξη είναι 122 ευρώ. Δηλαδή, ενώ ο ασφαλισμένος σύμφωνα με τις εισφορές του έπρεπε να λάβει 526 ευρώ ανταποδοτική σύνταξη, λαμβάνει μόλις 264 ευρώ, δηλαδή το υπόλοιπο τμήμα που έχει πληρώσει των 262 ευρώ χρηματοδοτεί την εθνική σύνταξη των 384 ευρώ, με αποτέλεσμα ο ασφαλισμένος να έχει χρηματοδοτήσει το 68% της εθνικής του σύνταξης.
Επίσης, για έναν ασφαλισμένο με τις ίδιες συντάξιμες αποδοχές αλλά με 40 έτη ασφάλισης, οι καταβαλλόμενες εισφορές του αντιστοιχούν σε 783 ευρώ σύνταξη, ενώ λαμβάνει 884 ευρώ, εκ των οποίων τα 384 ευρώ είναι η εθνική σύνταξη και 500 ευρώ είναι η ανταποδοτική σύνταξη. Με αποτέλεσμα η εθνική του σύνταξη που χρηματοδοτεί ο Κρατικός Προϋπολογισμός να είναι μόλις 101 ευρώ και όχι 384 ευρώ, δεδομένου ότι το υπόλοιπο τμήμα ουσιαστικά έχει χρηματοδοτηθεί από τις καταβαλλόμενες εισφορές του ασφαλισμένου.
Παράλληλα, από την πραγματοποιούμενη ανάλυση ευαισθησίας προκύπτει ότι ο ασφαλισμένος ο οποίος συνταξιοδοτείται με 30 έτη ασφάλισης και 1.500 ευρώ συντάξιμες αποδοχές, έχει χρηματοδοτήσει εξολοκλήρου το σύνολο της σύνταξης του, δηλαδή τόσο την εθνική του, όσο και την ανταποδοτική του σύνταξη, με παντελή απουσία χρηματοδότησης της εθνικής σύνταξης από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Επιπλέον, από την ανάλυση της αναλογικότητας εισφορών – παροχών συμπεραίνεται ότι στην πραγματικότητα οι ασφαλισμένοι συνταξιούχοι έχουν χρηματοδοτήσει τουλάχιστον το 40% της εθνικής τους σύνταξης και στην περίπτωση των ασφαλισμένων συνταξιούχων με συντάξιμες αποδοχές 1.500 ευρώ και άνω και 30 έτη ασφάλισης έχουν χρηματοδοτήσει το 100% της εθνικής τους σύνταξης.
Κατά συνέπεια αποδεικνύεται ότι η μη μεταβίβαση του θεμελιωμένου συνταξιοδοτικού δικαιώματος (εθνική σύνταξη) του αποθανόντος συζύγου στον(ην) επιζώντα σύζυγο, το οποίο μάλιστα έχει χρηματοδοτηθεί συνολικά ή μερικά από τον ίδιο τον ασφαλισμένο κατά την διάρκεια του εργασιακού του βίου και όχι από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, παρά μόνο ένα μικρό τμήμα σε κάποιες περιπτώσεις, αποτελεί, μεταξύ των άλλων, σοβαρή θεσμική κοινωνικο-ασφαλιστικά και εισοδηματικά καταστρατήγηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος.