Πολεμική Αεροπορία στον 21ο Αιώνα. Που Οδηγεί το Μέλλον;
Του Ιωάννη Κούκου, καθηγητή ΣΙ
Αναδημοσιεύουμε από το Τεύχος 15ο του Περιοδικού της ΣΙ «Ίκαρος» ενδιαφέρον άρθρο προς ενημέρωση.
Πορευόμεθα ήδη στην 3η δεκαετία του 21ου αιώνα και τα παγκόσμια γεγονότα ενσκήπτουν, ημέρα με την ημέρα, ορμητικά και απειλητικά για τις ανθρώπινες κοινωνίες. Η λέσχη των πυρηνικών χωρών δεν έχει ακόμα διευρυνθεί αλλά χώρες σαν το Ιράν, με πολύ πιο πίσω την Τουρκία, επείγονται να γίνουν μέλη του.
Παράλληλα τεχνολογικές πρόοδοι έχουν κάνει τα Μη Επανδρωμένα Αεροχήματα (ΜηΕΑ) απαραίτητο εξάρτημα των Ενόπλων Δυνάμεων κάθε χώρας, με την προοπτική να υποκαθιστούν σε διακριτούς ρόλους τα επανδρωμένα μαχητικά αεροσκάφη και να αναλαμβάνουν όλο και πιο σύνθετες αποστολές, στο αεροπορικό θέατρο επιχειρήσεων.
Το μέλλον όμως των πολεμικών αεροποριών είναι δύσκολο να προβλεφθεί, επειδή οι προτεινόμενες καινοτομίες βασίζονται σε νέες τεχνολογίες των οποίων η εφαρμοσιμότητα στα πεδία των μαχών δεν έχει ακόμα αποδειχθεί.
Ένας κατάλογος τέτοιων τεχνολογιών σίγουρα περιλαμβάνει την Τεχνητή Νοημοσύνη για μεμονωμένα αεροχήματα και για σμήνη (swarms), την Ρομποτική, την Νανοτεχνολογία, τους ad-hoc αισθητήρες και τα ασύρματα δίκτυα ανταλλαγής πληροφοριών, τα συστήματα πραγματικού χρόνου και τους ενσωματωμένους (embedded) μικροεπεξεργαστές, τις ψηφιακές ζεύξεις διακίνησης μεγάλων όγκων
δεδομένων, την κυβερνοασφάλεια και την πολλαπλή ναυτιλία με GNSS και επίγεια δίκτυα εντοπισμού. Οι περισσότερες από αυτές τις τεχνολογίες είναι πλέον εμπορικές (COTS), συνεπώς η προστιθέμενη αξία ενός στρατιωτικού συστήματος, προκύπτει από τον έξυπνο συνδυασμό λογισμικού (software) και υλισμικού (hardware), προσαρμοσμένου στις επιχειρησιακές ανάγκες και στο δόγμα του στρατιωτικού
σχηματισμού, που υλοποιούνται μέσω συμπεφωνημένων προδιαγραφών, σε βάση χαμηλού κόστους.
Ο βαθμός εισαγωγής νέων τεχνολογιών σε ιπτάμενα μέσα εξαρτάται από την φύση του κάθε συστήματος. Στην διεθνή αγορά επανδρωμένων μαχητικών προσφέρονται αεροσκάφη 4ης γενιάς όπως τα Rafale και αεροσκάφη 5ης γενιάς όπως τα F35. Οι τεχνολογίες αβιονικής, πρόωσης, περιστολής ίχνους ραντάρ, κατευθυνόμενων όπλων και δικτυοκεντρικού πολέμου εκτοξεύουν απαγορευτικά το
κόστος τέτοιων αεροσκαφών για αεροπορίες μικρομεσαίων κρατών όπως η ελληνική ΠΑ.
Η ερντογανική Τουρκία φαίνεται να αντελήφθη αυτό και δεδομένου του τιμωρητικού εμπάργκο εκ μέρους των ΗΠΑ για τα F35, επένδυσε μαζικά στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη μέσω πολλών εταιριών, με προεξάρχουσα την επιχείρηση του γαμπρού Σελτζούκ Μπαϊρακτάρ. Τα UAV απέδειξαν ότι μπορεί να είναι αποτελεσματικά για υβριδικούς πολέμους τύπου Λιβύης, Ναγκόρνο-Καραμπάχ-Αρτσάχ,
Κουρδιστάν και συνοριακών ζωνών Ιράκ / Συρίας, αλλά σίγουρα δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την πολεμική αεροπορία επανδρωμένων αεροσκαφών σε συγκρούσεις με κράτη έχοντα ανάλογη ισχύ όπως η Ελλάδα.
Το UAV έχει εξελιχθεί ως προς τις αποστολές τηλεπισκόπισης και δικτυακών ασυρμάτων επικοινωνιών, αλλά στον ρόλο του όπλου εναέριας μάχης δεν έχει σημειώσει ακόμα καμία πρόοδο. Τα λεγόμενα UCAV αναφέρονται σε από αέρος επιθέσεις εναντίον στόχων επιφανείας. Δεν έχει εμφανισθεί εισέτι μη επανδρωμένο μαχητικό για επιχειρήσεις αέρος-αέρος (Α/Α). Δεν έχουν ωριμάσει ακόμα οι τεχνολογίες αισθητήρων και τεχνητής νοημοσύνης ώστε ένα UAV να υποκαταστήσει τον πιλότο μαχητικού.
Είναι όμως σίγουρο ότι με την εμφάνιση των επανδρωμένων μαχητικών 6ης γενιάς περί το τέλος της δεκαετίας 2020-30, αυτά θα έχουν την δυνατότητα να επιχειρούν μαζί με αγέλες UCAV σε επιχειρήσεις αέρος-αέρος. Στην παρούσα χρονική στιγμή στο δυτικό οπλοστάσιο τα κορυφαία κατευθυνόμενα βλήματα Α/Α που μπορούν να πλήξουν το αντίπαλο α/φος από αποστάσεις μεγαλύτερες των 100 km είναι το αμερικανικό AMRAAM-D και το ευρωπαϊκό Meteor. Ο ρόλος επομένως ενός UCAV θα πρέπει να είναι ενδιάμεσος.
Θα μπορούν να πλήξουν ένα αντίπαλο UCAV ή ένα αντίπαλο επανδρωμένο μαχητικό λειτουργώντας είτε σαν αγέλη σε επιθέσεις κορεσμού η σαν καμικάζι.
Άρα δεν θα υπάρξει στο προβλέψιμο μέλλον ολική υποκατάσταση της επανδρωμένης πτήσης μαχητικών, αλλά μάλλον αλληλοσυμπλήρωση της με μη επανδρωμένα αεροχήματα σε ρόλους επιθέσεων αέρος/επιφανείας όσο και αέρος/αέρος.
Οι πρόσφατες γεωπολιτικές αναπροσαρμογές φαίνονται να ενισχύουν μια γαλλοελληνική συμμαχία, μιας και η νέα αγγλοσαξωνική κοινοπραξία AUKUS, και η μετα-Μέρκελ εποχή στην Γερμανία υποσκελίζουν τον επικυρίαρχο ρόλο των ΗΠΑ και της Γερμανίας στην Ανατολική Μεσόγειο και επιτρέπουν ένα πιο αναβαθμισμένο ρόλο στην Γαλλία, με πρώτο ωφελημένο την Ελλάδα η οποία αντιμετωπίζει την παραδοσιακή γεωπολιτική εχθρότητα του Οθωμανισμού.
Οι ΗΠΑ στρέφουν σχεδόν ολοκληρωτικά την προσοχή τους στον Ειρηνικό Ωκεανό για την αντιμετώπιση της Κίνας, κινητοποιώντας πρώτα τους «Αγγλοσάξονες», αλλά στο παιγνίδι μπαίνει και η Γαλλοελληνική συμμαχία που μπορεί επεκτεινομενη προς Ανατολάς να συμπεριλάβει την Κύπρο βέβαια, αλλά και το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τις πετρελαιομοναρχίες του κόλπου και να φτάσει μέχρι την Ινδία για αντιστάθμιση των μεγαλοϊδεατικών επιδιώξεων της Τουρκίας με τους αρκετούς συμμάχους της όπως
Αζερμπαϊτζάν, Πακιστάν και Τουρανικές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της κεντρική Ασίας.
Η παράλληλη αναβάθμιση του ΠΝ και της ΠΑ με τις νέες φρεγάτες Belhara και με αεροσκάφη 4 1⁄2 γενιάς Rafale γίνεται από μία Γαλλία, υποχρεωμένη πλέον από τα ίδια της συμφέροντα, να υποστηρίξει την Ελλάδα έναντι των Νεοθωμανικών επιδιώξεων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι ισχυροποιείται η αεροναυτική συνιστώσα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων πέραν του χερσαίου (Έβρος, Βαλκάνια) και αρχιπελαγικού θεάτρου (Αιγαίο), ώστε να γίνουν μια υπολογίσιμη δύναμη και στην ανοιχτή θάλασσα (Ανατολική Μεσόγειος).
Εννοείται ότι η στρατιωτική εκπαίδευση και παιδεία πρέπει επίσης να αναβαθμισθεί και να επιστρέψουμε όσον αφορά τον αριθμό των εισαγωγών σπουδαστών στα ΑΣΕΙ στην προ μνημονίων εποχή, ώστε το έμψυχο δυναμικό των Ενόπλων Δυνάμεων να πλαισιωθεί με επαρκή αριθμό νέων αξιωματικών, δεδομένων των αυξημένων απαιτήσεων που θα προκύψουν.