Το Κίνημα στο Γουδί 1909
Του Ευθύμιου Π. Μπουμπάρα (γιός συναδέλφου)
Ιστορικός - Φιλόλογος
Αναζητώντας τις κοινωνικές αιτίες
Το στρατιωτικό κίνημα που εκδηλώθηκε τη νύχτα της 14ης Αυγούστου το 1909 στο Γουδί, όπου ήταν εγκατεστημένη η φρουρά της Αθήνας, και οι συνακόλουθες πολιτικές εξελίξεις που εκφράστηκαν με την άφιξη του Ελευθερίου Βενιζέλου από την Κρήτη τις περισσότερες φορές ερμηνεύονται γενικόλογα ως επιθυμία του ελληνικού λαού για μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό χωρίς να γίνεται εμβάθυνση στις κοινωνικές αιτίες του γεγονότος.
Στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα η Ελλάδα περνούσε από δύο φάσεις εκβιομηχάνισης: η πρώτη ήταν τη περίοδο 1865-1875 και η δεύτερη και πιο ουσιαστική χρονολογείται μεταξύ 1890 και 1914. Οι ευνοϊκές συνθήκες που δημιούργησε η υποτίμηση της δραχμής και το πολυπληθές πλέον εργατικό δυναμικό της χώρας βοήθησε τη βιομηχανία να ανακάμψει από την κρίση της δεκαετίας του 1880 και να αναπτυχθεί με ποικίλες μορφές. Τα επόμενα χρόνια ο νέος αναπτυξιακός κύκλος της διεθνούς οικονομίας, τα πεδία που άνοιγαν οι προσιτές νέες τεχνολογίες, η οικοδόμηση πόλεων και η ίδια διεύρυνση του τομέα ενίσχυσαν τη διαδικασία αυτή.
Η σταδιακή βιομηχανοποίηση της ελληνικής οικονομίας συνεπάγεται και καινούργια δεδομένα για την εγχώρια αγορά, η οποία εκσυγχρονίζεται και επεκτείνεται. Πλέον, ο επιχειρηματικός κόσμος δεν απαιτεί μόνο κάποιες ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις αλλά σταθερή κρατική παρέμβαση, μια σύγχρονη διοικητική μηχανή που θα μειώσει τη γραφειοκρατία και ένα στράτευμα, το οποίο θα μπορεί να ανταπεξέλθει σε μελλοντικούς πολέμους για την επέκταση των συνόρων. Ωστόσο το πολιτικό σύστημα της εποχής παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες προσαρμογής στις νέες οικονομικές απαιτήσεις.
Πιο συγκεκριμένα οι δημόσιες υπηρεσίες δεν διέθεταν το απαραίτητο προσωπικό για να πραγματοποιηθεί μια ολοκληρωμένη και αξιόπιστη απογραφή των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, ενώ οι συχνές αλλαγές στη σύνθεση του μέσω ενός φαύλου κύκλου μαζικών απολύσεων και ρουσφετολογικών επαναπροσλήψεων από την εκάστοτε κυβέρνηση οδηγούσε στην μόνιμη υπολειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα κατά την τρικουπική περίοδο να αποτύχει κάθε απόπειρα για βιομηχανική καταγραφή, ενώ η μόνη πρόοδος ήταν ορισμένες κλαδικές απογραφές το 18961 . Η αδυναμία συγκέντρωσης στατιστικών στοιχείων για τα εργοστάσια εμπόδιζε τη διαμόρφωσης μιας στοχευμένης κρατικής πολιτικής, η εμπορική πολιτική της Ελλάδας παρέμενε υποταγμένη στις πιεστικές ανάγκες διάθεσης των αγροτικών προϊόντων, ιδίως της σταφίδας, με αποτέλεσμα να παραχωρούνται σ’ όλες τις διμερείς εμπορικές συμβάσεις ευνοϊκές συνθήκες για τα εισαγόμενα βιομηχανικά είδη των άλλων χωρών. Τις ανάγκες αυτές συνόδευε η βαθιά ριζωμένη πεποίθηση των κυβερνήσεων για το χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας και το ασυναγώνιστο των δυτικών βιομηχανιών. Αλλά ούτε και για την «καθ’ ημάς Ανατολή» υπήρξε ιδιαίτερη μέριμνα. Στην ελληνοτουρκική εμπορική συνθήκη του 1903, η ελληνική πλευρά δεν συμπεριέλαβε κανένα εγχώριο βιομηχανικό προϊόν των ευνοούμενων προϊόντων, η Τουρκία όμως συμπεριέλαβε τους δικούς της τάπητες2 . Επίσης, οι Έλληνες έμποροι του εξωτερικού απέφευγαν να υιοθετήσουν τις καινούργιες μεθόδους προώθησης προϊόντων με περιοδεύοντες εμπορικούς πράκτορες και υποκαταστήματα. Τέλος, η επιβολή δασμών για τα ελληνικά προϊόντα γινόταν με τυχαίο τρόπο απευθυνόμενο γενικά στο δευτερογενή τομέα και συμπεριλαμβάνοντας και τις μικρές βιοτεχνίες συχνά εις βάρος των μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ οι εφημερίδες απέφευγαν συστηματικά να σχολιάσουν την βιομηχανική ανάπτυξη και τις προοπτικές της είτε εξαιτίας του ιδεολογήματος για το αδιαφοροποίητο της ελληνικής κοινωνίας
Από την άλλη πλευρά στο τομέα της εξωτερικής πολιτικής η αποτυχία ήταν παταγώδης, καθώς μόλις 4 χρονιά μετά την πτώχευση που κήρυξε το ελληνικό κράτος αποφασίζεται η κήρυξη πολέμου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μ΄ένα αδύναμο τακτικό στρατό τόσο από άποψη εκπαίδευσης όσο και από πλευράς πολεμοφοδίων. Άμεση συνέπεια η υπογραφή συνθήκη ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη το 1897 και η υποχρέωση καταβολής μιας τεράστιας πολεμικής αποζημίωσης ύψους 100.000.000 φράγκων3 . Το πόσο αυτό σε συνδυασμό με την αποτυχία επίτευξης συμφωνίας με τους ομολογιούχους του εξωτερικού ανάγκασε το ελληνικό δημόσιο να δεχτεί την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ). Τα επόμενα χρόνια παρά τα ουσιαστικά βήματα που έγιναν για τον εκσυγχρονισμό του στρατού (απαλλαγή από αστυνομικές αρμοδιότητες, καινούργιες παραγγελίες όπλων κλπ.) κατά τη περίοδο του «Μακεδονικού Αγώνα», το άδοξο τέλος του τελευταίου με την επικράτηση του κινήματος των Νεότουρκων το 1908 σε συνδυασμό με την ανεξαρτητοποίηση της Βουλγαρίας οδήγησε εκ νέου την ελληνική πλευρά σε δυσμένεια.
Όλα τα παραπάνω οδήγησαν σε συνωμοτικές κινήσεις κατώτερων αξιωματικών που συγκροτούσαν ομάδες με σκοπό τη πραγματοποίηση πραξικοπήματος και τη συγκρότηση κυβέρνησης «κοινής αποδοχής», η οποία θα αναλάμβανε το διοικητικό και στρατιωτικό εκσυγχρονισμό του κράτους. Οι ομάδες αυτές ενώνονται στις 7 Αυγούστου 1909 υπο την επωνυμία Στρατιωτικός Σύνδεσμος4 και μια εβδομάδα αργότερα βάζουν σε εφαρμογή το σχέδιο τους . Αυτό είχε ως αποτέλεσμα από τα μέσα Αυγούστου έως το Νοέμβριο θα διοριστεί από το βασιλιά Γεώργιο Α΄ μια κυβέρνηση μειοψηφίας υπο την πρωθυπουργία του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Ωστόσο, η απροθυμία της κυβέρνησης να εφαρμόσει τα αιτήματα του Συνδέσμου αλλά και η αμηχανία του τελευταίου μπροστά στην πολιτική κρίση που είχε δημιουργηθεί δεν θα επιφέρει μεγάλη πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις με εξαίρεση την απομάκρυνση των πριγκήπων από την αρχηγία των ενόπλων δυνάμεων και τη παραγγελία του θρυλικού θωρηκτού «Αβέρωφ». Η άφιξη του Ελευθερίου Βενιζέλου από την οθωμανική επαρχία της Κρήτης στην Ελλάδα σήμανε τη λήξη των γεγονότων του 1909 με την εκλογή του ως πρωθυπουργός το 1910 και τη συνακόλουθη αναθεώρηση του Συντάγματος την επόμενη χρονιά, το 1911. Το νέο Σύνταγμα προέβλεπε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων για τη στοιχειώδη λειτουργία των διοικητικών υπηρεσιών και το ασυμβίβαστο μεταξύ βουλευτικής και στρατιωτικής ιδιότητας, το οποίο έρχεται να συμπληρώσει το νόμο του 1906 για απαλλαγή των στρατιωτικών από αστυνομικά καθήκοντα, για την δημιουργία ενός ετοιμοπόλεμου στρατιωτικού μηχανισμού. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός πως συνεχίστηκε το πρόγραμμα για εξοπλιστικές δαπάνες των κυβερνήσεων Θεοτόκη αλλά ούτε και η θέσπιση νόμου που απαγορεύει τις εξώσεις των κολίγων, οι οποίοι θα κληθούν να πολεμήσουν ως στρατιώτες στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε μια χώρα που η πλειονότητα του πληθυσμού της παρέμενε στην ύπαιθρο.
[1] Χριστίνα Αγριαντώνη, « Βιομηχανία: Από τις αρχές του αιώνα μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή» στην Ιστορία της Ελλάδας του 20 ου αιώνα Όψεις οικονομικής και πολιτικής ιστορίας 1900-1940, Αθήνα 2009, σ. 265
[2] Ό.π., σ.272
[3] Γ.Β. Δερτιλής, Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, Ηράκλειο 2016, σ.861
[4] ‘Ο.π, σ. 905
Βιβλιογραφία:
Αγριαντώνη Χριστίνα, «Βιομηχανία: Από τις αρχές του αιώνα μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή» στην Ιστορία της Ελλάδας του 20 ου αιώνα Όψεις οικονομικής και πολιτικής ιστορίας 1900-1940, Αθήνα 2009
Δερτιλής Γ.Β, Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920, Ηράκλειο 2016