27
Μαϊ

F-4 Phantom II

Γράφει ο Μάρκος Κωνσταντίνου Σγός ε.α της 22ας σειράς ΣΤΥΑ

Συγχωρείστε με για το μακροσκελές της αφιέρωσης αλλά πόσο λιγότερη να είναι μια αναφορά σε ένα θρύλο όπως F-4 Phantom II με το οποίο πέταξαν και πετούν τόσοι αεροπόροι μας και εργαστεί μερόνυχτα οι τεχνικοί μας. Πάμε λοιπόν:
Σαν σήμερα 27 May 1958: Στο Lambert Field, St. Louis, Missouri, ο αρχιδοκιμαστής πιλότος της McDonnell Aircraft Corporation’s και αργότερα πρόεδρος της εταιρίας Robert C. Little πραγματοποίησε την πρώτη πτήση του πρωτοτύπου YF4H-1. Το δικινητήριο με ικανότητα ταχύτητας δύο και πλέον φορές την ταχύτητα του ήχου ήταν το πρώτο προ-παραγωγής μοντέλο αναχαιτιστικό του Αμερικάνικου ναυτικού που θα εξελισσόταν όμως στο θρυλικό F-4 Phantom II μαχητικό βομβαρδιστικό.

Η πρώτη πτήση διήρκησε 22 λεπτά. Ο Little είχε σχεδιάσει να πάει υπερηχητικά αλλά μια διαρροή στα υδραυλικά και αντίστοιχο πρόβλημα στον ρηναίο τροχό ματαίωσε τη συνέχεια της δοκιμής που ολοκληρώθηκε σε μεταγενέστερες πτήσεις.

Χαρακτηριστικά
Το F-4 Phantom II είναι μαχητικό-βομβαρδιστικό αεροσκάφος παντός καιρού, 2ης γενιάς. Τα πρώτα αεροσκάφη πέταξαν με την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ (USAF) το 1960 (αρχικά ως F-110 Spectre) ενώ εξήχθησαν σε 11 άλλες χώρες. Στην υπηρεσία της USAF παρέμεινε μέχρι το 1996 ενώ συνεχίζει να υπηρετεί σε άλλες πολεμικές αεροπορίες ανά τον κόσμο. Το αεροσκάφος ονομάστηκε ανεπίσημα και "Ρινόκερος" λόγω του τεράστιου μεγέθους του και της ιδιαίτερης αντοχής του.

Ιστορία
Στις αρχές του 1950, η εταιρία McDonnell Douglas παρουσίασε ένα νέο μαχητικό πολλαπλών ρόλων με την κωδική ονομασία YAH-1.
Για να είναι ένα πραγματικά πολλαπλών ρόλων αεροσκάφος, το ΥΑΗ-1 απαιτείτο να είχε ιδιαίτερα καλή κατασκευή ώστε να αντέχει τα μεγάλα φορτία βομβών, αλλά και να είναι ικανό στις αερομαχίες. Καθώς η τότε στρατηγική απέρριπτε τις κλειστές αερομαχίες λόγω της μεγάλης ταχύτητας των τζετ, αποφασίσθηκε το μοντέλο αυτό να είναι εξοπλισμένο με ένα πανίσχυρο ραντάρ και πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς - χαρακτηριστικά που θα του έδιναν τη δυνατότητα να καταρρίπτει στόχους από απόσταση χωρίς εμπλοκή σε αερομαχία. Παίρνοντας μια απόφαση που θα άλλαζε το ρου της αεροπορικής ιστορίας, οι σχεδιαστές αποφάσισαν να μην τοποθετήσουν πυροβόλο στο αεροσκάφος. Το πρωτότυπο πλέον πήρε την ονομασία F-4 Phantom.
Το 1959, έλαβε χώρα η πρώτη απονήωση του τύπου από αεροπλανοφόρο, ενώ την επόμενη χρονιά, το Ναυτικό άρχισε να εντάσσει το αεροσκάφος στη δύναμή του. Την ίδια εποχή, η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμα, καθώς το Phantom έμοιαζε ιδανικό, και το 1963 παραγγέλθηκαν τα πρώτα αεροσκάφη, περίπου ίδια με την έκδοση του Ναυτικού.
Το Phantom κλήθηκε να πολεμήσει αμέσως μετά την εισαγωγή του στην ενεργό υπηρεσία, καθώς το επεισόδιο του Κόλπου Τόνκιν άρχιζε τον πόλεμο του Βιετνάμ. Το Phantom έκανε μια ιδιαίτερα ηρωική αλλά και προβληματική εμφάνιση σε αυτόν τον πόλεμο. Οι κανόνες εμπλοκής της εποχής απαιτούσαν την οπτική αναγνώριση των αεροσκαφών πριν την κατάρριψη. Έτσι το Phantom, που δεν ήταν σχεδιασμένο με αυτόν τον σκοπό, ξαφνικά βρέθηκε να υστερεί σημαντικά, κυρίως σε ευελιξία και σε οπλισμό για κλειστή αερομαχία, έναντι των MiG-17 και MiG-21 του Βόρειου Βιετνάμ. Με τους πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς να παρουσιάζονται ιδιαίτερα αναξιόπιστοι και το αεροσκάφος ιδιαίτερα αργό για κλειστές αερομαχίες, δεκάδες Phantom καταστράφηκαν πάνω από τους ουρανούς του Βιετνάμ.
Αυτή η καταστροφή ανάγκασε το Ναυτικό και την Αεροπορία να εισάγουν ειδικές τακτικές και εκπαίδευση (TOPGUN), πράγμα που βελτίωσε κάπως την απόδοση των πιλότων. Επίσης, ελήφθη η απόφαση να προστεθεί και πυροβόλο στο αεροσκάφος για κλειστές αερομαχίες. Το αναβαθμισμένο αεροσκάφος ονομάστηκε Phantom II. Ο πόλεμος του Βιετνάμ έδωσε το παρατσούκλι "Ο μεγαλύτερος διανομέας κομματιών MiG στον κόσμο" στο αεροσκάφος. Μετά τον πόλεμο, το αεροσκάφος αντικαταστάθηκε από το F-15 Eagle στον ρόλο της αερομαχίας και του δόθηκε ο ρόλος της καταστολής εχθρικής αεράμυνας (SEAD). Παράλληλα, άρχισαν οι εξαγωγές προς άλλες χώρες, κάποιες από τις οποίες χρησιμοποιούν τον τύπο ακόμα και σήμερα. Τα τελευταία F-4 αποσύρθηκαν από την ενεργό υπηρεσία των ΗΠΑ το 1996.
Στο Ναυτικό, ο τύπος αντικαταστάθηκε το 1974 από το F-14Α Tomcat και στην Αεροπορία από τα F-15 Eagle και F-16 Fighting Falcon.

Το αεροσκάφος
Η βασική ιδέα στην κατασκευή του F-4 είναι η αντοχή. Έτσι είναι ιδιαίτερα μεγάλο και βαρύ, όπως επίσης και δυσκίνητο. Καθώς η στρατηγική της εποχής πρόσταζε αερομαχίες με πυραύλους, το αεροσκάφος φτιάχτηκε για ταχύτητα, πράγμα που αντικατοπτρίζεται από τους κινητήρες του με την θηριώδη ώση. Στην πραγματικότητα, αυτή η ισχύς τους είναι που βοήθησε το F-4 να επιβιώσει έναντι των πιο ευέλικτων σοβιετικών αεροσκαφών, επιτρέποντας του να επιταχύνει με ρυθμούς που οι αντίπαλοι δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν. Επρόκειτο για δυο κινητήρες General Electric J79-GE-2 (παρόμοιους αλλά πιο ισχυρούς, αξονικής ροής με μετάκαυση και ώση 10.350 λιβρών και 16.150 λιβρών με μετάκαυση δίνοντας μια ταχύτητα 1,11 Mach σε επιφάνεια θαλάσσης και 2,25 Mach στα 48.000 πόδια. Να σημειωθεί εδώ πως την 6η Δεκεμβρίου του 1961 ο Lieutenant Colonel Robert B. Robinson (USMC) αναρριχήθηκε στα (98.556 πόδια) καταγράφοντας αντίστοιχο ρεκόρ . Ενώ παρουσίασε τη δυνατότητα να πετά οριζόντια σε συνεχή πτήση στα 66.444 πόδια!
Οι απότομες γωνίες και το γενικότερα ιδιόμορφο σχήμα του αεροσκάφους οφείλονται στην ανάγκη για ταχύτητα. Καθώς το αεροσκάφος έχει δύο πολύ μεγάλους κινητήρες στην ουρά του, κρίθηκε αναγκαίο να μετατοπιστούν τα πτερύγια της ουράς σε υπερυψωμένη θέση, με αρνητική δίεδρο 23 μοιρών. Τα φτερά επίσης είναι σχεδιασμένα με τη φιλοσοφία "γλάρου" (θυμίζουν δηλαδή φτερά γλάρου), ώστε να μην διακόπτεται η ροή του αέρα προς τα πτερύγια της ουράς, με θετική δίεδρο 11 μοιρών.
Το πανίσχυρο αλλά και αρκετά περίπλοκο ραντάρ δημιούργησε την ανάγκη τοποθέτησης δεύτερου πιλότου ειδικά για τον χειρισμό του. Έτσι όλα τα Phantom είναι διθέσια: διαθέτουν έναν πιλότο και ένα χειριστή οπλικών συστημάτων. Ταυτόχρονα, το μέγεθος του ραντάρ έκανε απαραίτητη την μεγάλη και μακριά μύτη. Το όλο βάρος του σκάφους σε συνδυασμό με την ανάγκη για προσνείωση σε αεροπλανοφόρα έχει ως αποτέλεσμα το σύστημα προσγείωσης να είναι ιδιαίτερα κοντό και ανθεκτικό, δημιουργώντας έτσι ένα ιπτάμενο τανκ. Μαρτυρίες πιλότων της εποχής αναφέρουν ότι είχανε δει Phantom να χτυπιούνται από αντιαεροπορικά, από πυραύλους, να πιάνουν φωτιά, αλλά ποτέ ένα Phantom να διαλύεται στον αέρα αμέσως.
Οι πιλότοι του αεροσκάφους το έβρισκαν σχετικά εύκολο στο χειρισμό, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις στον φάκελο πτήσης του, και χωρίς να χρειάζεται να φοβούνται απώλειες ενέργειας από τους κινητήρες. Παρ' όλα αυτά, το Phantom ήταν ένα αεροσκάφος που απαιτούσε προχωρημένη εκπαίδευση και συνεργασία μεταξύ του πληρώματος.
Ένα από τα μεγαλύτερα εγγενή προβλήματα που παρουσίαζαν τα Phantom ήταν η κακοφτιαγμένη παροχή καυσίμου, που αν και γενικά αξιόπιστη, έκανε τους κινητήρες του να αφήνουν πίσω τους ένα σύννεφο μαύρου καπνού, πράγμα που τα έκανε ιδιαίτερα ορατά και προβλέψιμα. Με τους νέους κινητήρες που απέκτησαν στην διάρκεια της θητείας τους, το πρόβλημα βελτιώθηκε αρκετά.

Το F-4 στην Πολεμική Αεροπορία
Τα πρώτα Phantom αγοράστηκαν το 1972 με το πρόγραμμα Peace Icarus I.Η συμφωνία - ύψους τότε 5 δις. δραχμών - ολοκληρώθηκε τάχιστα και στις 20 Απριλίου1974 ο τύπος εντάχθηκε στην την ΠΑ και διαμοιράστηκε στις 338 και 339 Μοίρες Διώξεως Βομβαρδισμού.
Στην συνέχεια, το 1976, η Ελλάδα προέβη σε αγορά 24 ακόμα F-4E και φωτογραφικών RF-4E. Αυτό το πρόγραμμα ονομάστηκε Peace Icarus II. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η Αεροπορία έλαβε ακόμα 27 RF-4E από την Γερμανική Πολεμική Αεροπορία. Μετά το 1990 και στο πλαίσιο ανταλλαγμάτων για την ανανέωση της συμφωνίας για τις αμερικανικές βάσεις, η ΠΑ απέκτησε από την Αεροπορική Εθνοφρουρά των ΗΠΑ 28 ακόμα F-4E SRA.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η εκτεταμένη αγορά αεροσκαφών 3ης γενιάς από την Ελλάδα και την Τουρκία κατέστησαν τα παλαιότερα Phantom κατά πολύ υποδεέστερα. Έτσι, το 1997 η ΠΑ και η γερμανική DASA κατέληξαν σε συμφωνία για ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αναβάθμισης των αεροσκαφών. Αυτό το πρόγραμμα ονομάστηκε Peace Icarus 2000 και αναβάθμισε με ικανότητες αεροσκαφών 3ης γενιάς 38 από τα ήδη υπάρχοντα F-4, όλα των προγραμμάτων Peace Icarus I και ΙΙ. Ταυτόχρονα η ΕΑΒ άρχισε την αναβάθμιση των μεταχειρισμένων αεροσκαφών. Αυτή η αναβάθμιση ήταν κυρίως αντικατάσταση δομικών στοιχείων ώστε να επεκταθεί το όριο ζωής των αεροσκαφών. Άλλωστε, πριν πωληθούν, η Αεροπορική Εθνοφρουρά τα χρησιμοποιούσε τακτικά και ως εκ τούτου είχαν ήδη ικανοποιητικές επιχειρησιακές δυνατότητες και κρίθηκε ασύμφορη η τεχνολογική αναβάθμισή τους.

Peace Icarus 2000
Το Peace Icarus 2000 ήταν ένα από τα καλύτερα προγράμματα αναβάθμισης των F-4 παγκοσμίως. Περιλαμβάνει την εγκατάσταση νέων ψηφιακών ενδείξεων στο πιλοτήριο του αεροσκάφους, την τοποθέτηση του ραντάρ APG-65GR, καινούρια συστήματα αδρανειακής πλοήγησης, όπως επίσης και λογισμικό και καλωδίωση για την εκτόξευση των σύγχρονων πυραύλων AIM-120 AMRAAM και AGM-65G Maverick. Τέλος τα αεροσκάφη εξοπλίζονται με υπολογιστές πτήσης ισραηλινής κατασκευής.

Τα Phantom στην νέα χιλιετία
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, αν και το Phantom θεωρείται αεροσκάφος δεύτερης γενιάς, οι ικανότητες που του δόθηκαν με την αναβάθμιση το κάνουν ακόμα φονικό στο πεδίο της μάχης . Η χρήση πυραύλων μακρού βεληνεκούς , το σύγχρονο RADAR , οι ασύρματοι με δυνατότητα κρυπτογράφησης , το σύγχρονο ατρακτίδιο σκόπευσης LITENING II καθώς και το ακριβέστατο αδρανειακό σύστημα ναυτιλίας το κάνουν ακόμα υπολογίσιμο αντίπαλο ικανό να συμμετέχει μαζί με τα σύγχρονα αεροσκάφη σε σύνθετες αποστολές.

Share this post

Διαβάστηκε 3234 φορές

Διευκρίνηση

Τα ενυπόγραφα κείμενα δεν εκφράζουν κατ' ανάγκη το Σ.Α.Σ αλλά μόνο τον Συντάκτη.